Γερμανία: 75 χρόνια Σύνταγμα και Δημοκρατία
23 Μαΐου 2024«Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι απαραβίαστη» ορίζει το άρθρο 1 του μεταπολεμικού γερμανικού Συντάγματος. Η «ανθρώπινη αξιοπρέπεια» αποτελεί καθεαυτή θεμελιώδες δικαίωμα, αλλά ταυτόχρονα και τη βάση όλων των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Αυτή η ρητή συνταγματική εγγύση στην πρώτη κιόλας πρόταση του νέου Συντάγματος είχε κριθεί απολύτως απαραίτητη μετά το όνειδος του ναζιστικού καθεστώτος, τη φρίκη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, τη δολοφονία έξι εκατομμυρίων Εβραίων σε όλη την Ευρώπη.
«Προσωρινός νόμος» για τη διαιρεμένη Γερμανία;
Στις 23 Μαίου 1949 ιδρύθηκε η μεταπολεμική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΟΔΓ) στα ερείπια του πολέμου, αποτελούμενη από τις ζώνες κατοχής των τριών δυτικών συμμάχων (ΗΠΑ, Μ.Βρετανία, Γαλλία). Η σοβιετική ζώνη πήρε τον δικό της δρόμο και αργότερα μετεξελίχθηκε στην Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας (ΛΔΓ), η οποία στην πραγματικότητα ήταν ένα δικτατορικό καθεστώς, με το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα (SED) να διατηρεί την εξουσία επί δεκαετίες.
Συχνά γίνεται λόγος για τους «πατέρες» του Συντάγματος, 61 τον αριθμό. Yπήρχαν όμως και 4 «μητέρες», γυναίκες που συμμετείχαν στo αποκαλούμενο «Κοινοβουλευτικό Συμβούλιο», ένα είδος Συντακτικής Συνέλευσης για την προπαρασκευή του Συντάγματος.
Κοινή πεποίθηση την εποχή εκείνη ήταν ότι αυτό το νομοθέτημα ήταν κάτι προσωρινό, μέχρι να επιτευχθεί η επανένωση της Γερμανίας. Όπως τονίζει ο ιστορικός Μάρτιν Σάμπρο «δεν θα ήταν ένα μόνιμο Σύνταγμα, αλλά μία μεταβατική κατάσταση, εωσότου ο γερμανικός λαός, εν συνόλω, να αποφανθεί για το Σύνταγμα που θέλει». Γι αυτό άλλωστε το κείμενο που εγκρίθηκε στις 23 Μαίου 1949 στη Βόννη δεν αποκαλείται «Σύνταγμα», αλλά φέρει το όνομα «Θεμελιώδης Νόμος» (Grundgesetz) ως μία ακόμη ξεκάθαρη υπενθύμιση του προσωρινού χαρακτήρα του, που όμως τελικά αποδείχθηκε …μόνιμος.
1990: Ένα Σύνταγμα για την Ενωμένη Γερμανία
Ενδεδειγμένη ιστορική συγκυρία για τη θέσπιση νέου Συντάγματος θα ήταν η Επανένωση της Γερμανίας το 1990, μετά την Πτώση του Τείχους στο Βερολίνο. Κι όμως, νέο Σύνταγμα δεν ψηφίστηκε. Όπως επισημαίνει η Άστριντ Λόρεντς, καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, «η σχετική συζήτηση έγινε, αλλά η πρόταση για την ψήφιση ενός νέου Συντάγματος δεν συγκέντρωσε την απαραίτητη πλειοψηφία. Το κύριο αντεπιχείρημα ήταν ότι ο Θεμελιώδης Νόμος αποδείχθηκε εξαιρετικός, οπότε δεν υπάρχει λόγος για ένα νέο Σύνταγμα. Το ζητούμενο ήταν η σταθερότητα την εποχή εκείνη…»
Έτσι, ο Θεμελιώδης Νόμος της Βόννης παραμένει το Σύνταγμα της Ομοσπονδιακής Γερμανίας. Παρά ταύτα, στο αρχικό κείμενο που είχε ψηφιστεί το 1949 έχουν γίνει μέχρι σήμερα 70 τροποποιήσεις, δηλαδή ουκ ολίγες. Οι αλλαγές κρίθηκαν απαραίτητες με βάση τις κοινωνικές αναγκαιότητες ή τις γεωπολιτικές ισορροπίες. Εξαιρετικά διαμφισβητούμενη ήταν η πολλαπλή αναθεώρηση του 1956, η οποία, παράλληλα με την είσοδο της τότε Δυτικής Γερμανίας στο ΝΑΤΟ, επέτρεπε τον επανεξοπλισμό της και την ίδρυση στρατού (Μπούντεσβερ), προκειμένου η χώρα να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμμετοχή στην Ατλαντική Συμμαχία.
Σημαντικές αλλαγές επέφεραν και οι «νόμοι έκτακτης ανάγκης» που ψηφίστηκαν το 1968, ώστε να διαφαλιστεί η ικανότητα δράσης της κρατικής εξουσίας σε «περιόδους κρίσης». Ως περίοδος κρίσης ορίζεται μία φυσική καταστροφή, μία εξέγερση ή μία πολεμική σύγκρουση, με την Μπούντεσβερ να αποκτά αρμοδιότητες για δράση στο εσωτερικό της χώρας και τα θεμελιώδη δικαιώματα να περιορίζονται σε αυτή την περίπτωση.
Άσυλο και «φρένο χρέους»
Το 1993, τρία χρόνια μετά την Επανένωση της Γερμανίας, το Σύνταγμα αναθεωρήθηκε εκ νέου, προκειμένου να περιοριστεί το δικαίωμα στην παροχή ασύλου. Αφορμή ήταν η αλματώδης αύξηση του αριθμού όσων ζητούσαν πολιτικό άσυλο, η οποία προκάλεσε κοινωνικές εντάσεις και ενίσχυση των ακροδεξιών πολιτικών δυνάμεων. Με τις νέες συνταγματικές διατάξεις οι αρχές μπορούν πλέον να απελαύνουν τους μη έχοντες γερμανικό διαβατήριο σε «ασφαλείς τρίτες χώρες». Τελευταίες χώρες που προστέθηκαν στον σχετικό κατάλογο ήταν η Γεωργία και η Μολδαβία.
Ιδιαίτερα σημαντική κρίνεται και η αναθεώρηση του 2009, που κατοχυρώνει το αποκαλούμενο «φρένο του χρέους». Αυτό σημαίνει ότι περιορίζονται στο ελάχιστο οι δυνατότητες νέου δανεισμού για τη χρηματοδότηση του κρατικού προϋπολογισμού. Εξαιρέσεις προβλέπονται μόνο σε περίπτωση «φυσικών καταστροφών», όπως ήταν οι πλημμύρες στην περιοχή του Αρ το 2021, αλλά και «απρόβλεπτων κρίσεων», όπως η πανδημία του κορωνοϊού το 2020. Σήμερα πολλοί ζητούν να χαλαρώσει το «φρένο του χρέους», καθώς η Γερμανία αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα και καλείται να εκσυγχρονίσει τις υποδομές της, αυξάνοντας τις κρατικές επενδύσεις.
Ωστόσο, μια τροποποίηση του Συντάγματος δεν είναι απλή υπόθεση. Απαιτείται πλειοψηφία δύο τρίτων στην Ομοσπονδιακή Βουλή, αλλά και στο «Ομοσπονδιακό Συμβούλιο», την αποκαλούμενη και Άνω Βουλή, όπου συμμετέχουν εκπρόσωποι των 16 τοπικών κρατιδίων. Ο λόγος γι αυτή την επίπονη διαδικασία είναι να αποφεύγονται οι συχνές και διαδοχικές τροποποιήσεις, ανάλογα με τις συγκυρίες της στιγμής, που θα καθιστούσαν το Σύνταγμα έρμαιο πολιτικών σκοπιμοτήτων.
Πρότυπο Συντάγματος και στο εξωτερικό
Έγκριτοι νομικοί και πολιτικοί επιστήμονες συμπίπτουν στην εκτίμηση ότι επί 75 συναπτά έτη το Grundgesetz λειτούργησε με εξαιρετικό τρόπο. Με αυτή τη διαπίστωση συμφωνεί το 81% των Γερμανών, όπως προκύπτει από πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου της Δρέσδης. Μόνο το 6% των ερωτηθέντων διαφωνεί. Δεν είναι τυχαίο ότι το Σύνταγμα της μεταπολεμικής Γερμανίας αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και εκτός συνόρων, ιδιαίτερα για χώρες που αφήνουν πίσω τους ένα παρελθόν αυταρχικής διακυβέρνησης ή δικτατορίας.
H «Ειρηνική Επανάσταση» των Ανατολικογερμανών το 1989 δεν μνημονεύεται στο Σύνταγμα. Η πολιτική επιστήμων Άστριντ Λόρεντς, γεννημένη και η ίδια στην πρώην Ανατολική Γερμανία, θέτει το ερώτημα: «Έχουμε αντλήσει τα διδάγματα που πρέπει από την ανατολικογερμανική ιστορία και την Ειρηνική Επανάσταση;» Κατά την άποψή της η απάντηση είναι ξεκάθαρη: «Το Σύνταγμα δεν περιέχει σχεδόν καμία αναφορά ούτε στην ανατολικογερμανική ιστορία, ούτε στην Ειρηνική Επανάσταση».
Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου