Μια Ρομά που επέζησε του ναζισμού
8 Απριλίου 2022Το θέμα είναι στενάχωρο. Όλη της η οικογένεια εκδιώχθηκε από τους Ναζί. Παρόλα αυτά η Φρίντα Ντάνιελς γελάει πολύ και δυνατά. Δεν μοιάζει να είναι 89 ετών αλλά μάλλον 60. Η πρώην σχοινοβάτιδα έχει ακόμα ένα σχοινί στον κήπο, στο οποίο ακόμα και σήμερα ισορροπεί.
Η Φρίντα στάθηκε σε τεντωμένο σκοινί για πρώτη φορά όταν ήταν πέντε ετών. Στο Στάντε της Κάτω Σαξονίας. «Όλοι έμειναν ακίνητοι, με κοιτούσαν κι εγώ περπάτησα απ' τη μια άκρη ως την άλλη. Όλοι οι άνθρωποι από την αγορά ήρθαν και με είδαν και στο τέλος μου έδωσαν λίγα χρήματα, ήταν τόσο ωραίο», λέει. Όλη η οικογένεια της Φρίντα ήταν σχοινοβάτες. Η μόνιμη κατοικία τους ήταν στο Αμβούργο, αλλά ταξίδευαν σε όλη τη Γερμανία με τροχόσπιτα για να δείξουν την τέχνη τους.
Όταν η Φρίντα περπάτησε για πρώτη φορά στο τεντωμένο σκοινί, ο Χίτλερ ήταν ήδη στην εξουσία πέντε χρόνια. Το 1938 το ναζιστικό καθεστώς είχε αρχίσει να εκτοπίζει τους Σίντι και Ρομά που δεν εγκατέλειπαν τα πλανόδια επαγγέλματά τους. Άλλοι ήταν έμποροι, άλλοι μουσικοί ή καλλιτέχνες. Ήδη από το 1933, τα επαγγέλματα αυτά θεωρούνταν «μη παραγωγικά ή αθέμιτα».
Πείνα και διακρίσεις
Το 1942 η οικογένεια της Φρίντα σταμάτησε να εργάζεται. Τέθηκαν υπό περιορισμό. Οι Σίντι και Ρομά δεν μπορούσαν πλέον να ασκήσουν τα επαγγελματά τους και διολίσθησαν στη φτώχεια.
Κατά τη διάρκεια του περιορισμού υπέφεραν από πείνα, λέει η Φρίντα. Οι Σίντι και Ρομά λάμβαναν πολύ λιγότερα κουπόνια τροφίμων από άλλους. Εκείνη και τα αδέρφια της δεν επιτρεπόταν πλέον να πάνε στο σχολείο. Τα άλλα παιδιά τους έλεγαν «τσιγγάνους». Κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών κανείς δεν τους άφηνε να μπουν στα καταφύγια. «Ήξεραν ότι ήμασταν τσιγγάνοι γιατί είχαμε σκούρα μαλλιά, σκούρα μάτια. Η μητέρα μου ήταν με δέκα παιδιά, οι βόμβες έπεφταν, δεν μας άφηναν να μπούμε. Ήταν φρικτό». Για το καθεστώς ήταν «μια κατώτερη φυλή».
Ο πατέρας της Φρίντα έπρεπε να αναφέρεται στη Γκεστάπο κάθε δύο εβδομάδες μαζί με δυο από τα παιδιά του. Η Φρίντα ήταν εκεί μια φορά. Την χώρισαν από τον πατέρα της και την ανέκριναν επί τόπου. Οι ναζιστικές ανακρίσεις ήταν ό,τι χειρότερο για τη μητέρα της: «Πάντα έκλαιγε. Δεν ήξερε αν θα γυρνούσαμε». Οι Εθνικοσοσιαλιστές είχαν ήδη εκτοπίσει πολλούς συγγενείς τους.
Ο αγώνας για αποζημίωση
Οι γονείς της Φρίντα τσακώνονταν. Να φύγουν ή να μείνουν; Αργά ή γρήγορα υπήρχε ο κίνδυνος εκτοπισμού σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
«Ο πατέρας μου άκουγε κρυφά ραδιόφωνο, BBC. Έτσι ανακάλυψε ότι το Αμβούργο επρόκειτο να βομβαρδιστεί ευρέως», λέει. Δεν θα είχαν καμία πιθανότητα να επιβιώσουν. Μέσα στη νύχτα πήραν το τρένο αφήνοντας τα πάντα πίσω τους. Κρύφτηκαν στη Θουριγγία στη γιαγιά τους, η οποία δεν είναι Σίντι.
Μέχρι σήμερα, η Φρίντα δεν έχει λάβει αποζημίωση για την αδικία που υπέστη. Μια εφάπαξ αποζημίωση περίπου 2.000 ευρώ, αυτό ήταν όλο, λέει. Αγωνίζεται ακόμη και σήμερα να πάρει αποζημίωση για τα χρόνια που δεν μπόρεσε να πάει σχολείο, την οικονομική ζημιά που προκλήθηκε από την απώλεια του επαγγέλματός της, καθώς και για την ψυχική και σωματική ταλαιπωρία που υπέστη.
Η έκθεση της Ανεξάρτητης Επιτροπής για τον Αντιτσιγγανισμό που δημοσιεύτηκε το 2021 ζητά να αποζημιωθούν επιτέλους επαρκώς τα λίγα θύματα των περιοριστικών μέτρων που κατάφεραν να επιζήσουν.
Ναντίν Μίσολεκ
Επιμέλεια: Μαρία Ρηγούτσου