Τι κομίζει η νέα μείωση επιτοκίων της ΕΚΤ;
13 Δεκεμβρίου 2024Για τέταρτη φορά μέσα σε έναν χρόνο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) μείωσε τα επιτόκια - αυτή τη φορά κατά 25 μονάδες βάσης, όπως και τον Σεπτέμβριο. Για τη Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ) «ήταν συνετή απόφαση να κάνει η ΕΚΤ ένα μικρό βήμα μείωσης των επιτοκίων κατά 0,25%. Υπήρχε ασφαλώς ο πειρασμός να κάνει κάτι περισσότερο. Η οικονομία στην Ευρωζώνη εμφανίζει ασθενείς επιδόσεις στο τέταρτο τρίμηνο του έτους. Σε αυτό προστίθεται η γενικότερη πολιτική αβεβαιότητα, όχι μόνο σε ό,τι αφορά τον μελλοντικό προϋπολογισμό στη Γαλλία. Εύλογη είναι η σκέψη για μία περαιτέρω μείωση των επιτοκίων, με στόχο να βοηθηθεί η οικονομία και οι υπερχρεωμένες χώρες. Όμως η εντολή της ΕΚΤ είναι να διασφαλίζει τη σταθερότητα των τιμών».
Η οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt εκτιμά ότι «η ΕΚΤ βλέπει εαυτόν στην τελική ευθεία για την καταπολέμηση του πληθωρισμού» και επισημαίνει ότι «το ποσοστό του δομικού πληθωρισμού, στον οποίο δεν συνυπολογίζονται ευμετάβλητα αγαθά όπως η ενέργεια και τα τρόφιμα, θα κυμανθεί σύμφωνα με τις προγνώσεις στο 2,3% το 2025 και στο 1,9% το 2026 και το 2027. Προσοχή όμως χρειάζεται ο πληθωρισμός στον τομέα των υπηρεσιών, ο οποίος παραμένει στα υπερβολικά υψηλά επίπεδα του 4%. Το ίδιο ισχύει για την αύξηση των μισθών, έναν από τους κύριους παράγοντες μελλοντικού κινδύνου για τον πληθωρισμό».
Ανησυχία για τις εξελίξεις στις ΗΠΑ
Η οικονομική επιθεώρηση Wirtschaftswoche στην ιστοσελίδα της προειδοποιεί ότι «η ΕΚΤ πρέπει να παραμείνει σε εγρήγορση, διότι εγκυμονούν νέοι κίνδυνοι για τη σταθερότητα των τιμών, τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων». Ο αρθρογράφος εστιάζει στους κινδύνους που προκαλούν οι διαφαινόμενες εξελίξεις στις ΗΠΑ, με την Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα (Fed) να διατηρεί τα επιτόκια σε υψηλά επίπεδα και παράλληλα τον Ντόναλντ Τραμπ να επιβάλλει δασμούς σε εισαγωγές από την Ευρώπη, όπως είχε κάνει και κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του στον Λευκό Οίκο.
«Εάν αυξηθεί το χάσμα επιτοκίων μεταξύ ΗΠΑ και Ευρωζώνης, η αναμενόμενη εξέλιξη είναι ότι θα υπερτιμηθεί το δολάριο και θα υποτιμηθεί το ευρώ» επισημαίνει. «Ορισμένοι κεντρικοί τραπεζίτες στον Πύργο της ΕΚΤ μπορεί να βλέπουν το αδύναμο ευρώ ως ευπρόσδεκτο αντιστάθμισμα για ανατιμήσεις που θα προκληθούν στις ευρωπαϊκές εξαγωγές μετά την επιβολή δασμών. Θα ήταν όμως μοιραίο λάθος να προωθούμε τις εξαγωγές μέσω της νομισματικής πολιτικής. Διότι ένα αδύναμο ευρώ προκαλεί ανατιμήσεις σε εισαγωγές από τρίτες χώρες, απομακρύνοντας τον στόχο της ΕΚΤ για καταπολέμηση του πληθωρισμού. Ιδιαίτερα μάλιστα από τη στιγμή που θεωρείται δεδομένο ότι η ΕΕ θα αντιδράσει στους δασμούς του Τραμπ, επιβάλλοντας αντι-δασμούς, κάτι που θα αυξήσει τις τιμές για εισαγόμενα αγαθά».
Κι όμως, το SPD έχει ελπίδες…
Οι γερμανικές εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου φαίνεται να έχουν ήδη κριθεί στις δημοσκοπήσεις: ο επικεφαλής της χριστιανοδημοκρατικής αντιπολίτευσης (CDU) Φρίντριχ Μερτς έχει μεγάλο προβάδισμα απέναντι στον σοσιαλδημοκράτη Όλαφ Σολτς και όλα δείχνουν ότι θα είναι ο διάδοχός του στην καγκελαρία. Ωστόσο, πολλά μπορεί να γίνουν μέχρι την ημέρα των εκλογών, προειδοποιεί ο Χέριμπερτ Μπραντλ, ένας από τους πιο έμπειρους και καταξιωμένους Γερμανούς σχολιαστές, στη Süddeutsche Zeitung.
Μεταξύ άλλων διαβάζουμε: «Ο Μερτς πηγαίνει καλά, αλλά έχει ένα πρόβλημα. Με την άμεση προκήρυξη εκλογών, που ο ίδιος επιθυμούσε, θέτει τον εαυτό του υπό πίεση. Θα πρέπει τώρα, το συντομότερο δυνατόν, να αποκηρύξει κάποιες απαιτήσεις, τις οποίες υπερασπιζόταν διακαώς ως επικεφαλής της αντιπολίτευσης. Θέλει την επιστροφή στην ατομική ενέργεια ή όχι; Θεωρεί ότι οι ανεμογεννήτριες είναι υπερβολικά άσχημες για να χρησιμοποιηθούν στο μέλλον; Θέλει το 'φρένο του χρέους' ή δεν το θέλει; (…) Όσο μπορούσε να μπλοκάρει τον κυβερνητικό συνασπισμό με το φρένο του χρέους, ο Μερτς υποδυόταν τον αυστηρό κριτή και διαιτητή. Τώρα που βλέπει ότι μπορεί να κυβερνήσει ο ίδιος, καταργεί τη σφυρίχτρα και αρχίζει να χαλαρώνει τους περιορισμούς. Στην παρούσα φάση o Μερτς φάσκει και αντιφάσκει πολλές φορές. Δεν είναι τόσο κοντή η μνήμη των ψηφοφόρων, ώστε να τα έχουν ξεχάσει όλα αυτά έως τις 23 Φεβρουαρίου…».