taz: Ηχηρό χαστούκι στην Ελλάδα από το Ευρωκοινοβούλιο
9 Φεβρουαρίου 2024Με ψήφισμα που εγκρίθηκε από 330 ευρωβουλευτές η Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου καταδίκασε την Ελλάδα για το κράτος δικαίου και την ελευθερία του Τύπου.
«Στην Ελλάδα οι δημοσιογράφοι πέφτουν ξανά και ξανά θύματα λεκτικών και σωματικών επιθέσεων, κατασκοπείας ή ακόμη και δολοφονούνται, όπως συνέβη με τον αστυνομικό ρεπόρτερ Γιώργο Καραϊβάζ, ένα περιστατικό του οποίου η διαλεύκανση είναι ανεπαρκής. Και αυτό ήταν που οδήγησε στο ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου με ευρεία πλειοψηφία», μεταδίδει το δημόσιο ραδιοφωνικό δίκτυο MDR Aktuell.
Για την κυβέρνηση Μητσοτάκη το ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου «αποτελεί ένα ηχηρό χαστούκι – το οποίο θα μπορούσε να έχει και οικονομικές επιπτώσεις για τη χώρα», σχολιάζει η tageszeitung. «Ο κατάλογος των παραπτωμάτων της χώρας είναι μακρύς: αυξανόμενη διαφθορά και έλλειψη διαφάνειας, επαναλαμβανόμενες παραβιάσεις της ελευθερίας του Τύπου, παραβιάσεις ατομικών θεμελιωδών δικαιωμάτων στο πλαίσιο του τεραστίων διαστάσεων σκανδάλου υποκλοπών, ανεξέλεγκτη αστυνομική βία, απουσία δημοκρατικού ελέγχου και ολοένα και βαθύτερη διάβρωση του κράτους δικαίου κατά την περίοδο Μητσοτάκη».
Η οργάνωση «Διεθνής Διαφάνεια» που κατατάσσει τα κράτη παγκοσμίως αναλόγως με τον βαθμό της διαφθοράς που υπάρχει στο καθένα εξ αυτών, «τοποθέτησε την Ελλάδα στην 59η θέση μεταξύ 180 χωρών και 24η μεταξύ των 27 κρατών-μελών της Ε.Ε.» Στο δε ζήτημα της ελευθερίας του Τύπου η σχετική λίστα των «Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα» «κατατάσσει την Ελλάδα στην ντροπιαστική 107η θέση – τη χειρότερη επίδοση στην Ε.Ε. Προτού αναλάβει τα ηνία ο Μητσοτάκης, η Ελλάδα βρισκόταν στην 65η θέση έχοντας έτσι υποχωρήσει 42 θέσεις σε διάστημα τεσσάρων ετών», επισημαίνει η taz.
Το Ευρωκοινοβούλιο θεωρεί πως τα γενναιόδωρα κονδύλια της Ε.Ε. προς την Ελλάδα «θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν ως μοχλός πίεσης, προκειμένου η χώρα να επιστρέψει στον δρόμο της διαφάνειας, της ελευθερίας του Τύπου και του κράτους δικαίου». Από το 2021 και μέχρι το 2027 τα ευρωπαϊκά κονδύλια προς την Ελλάδα αντιστοιχούν στο 4% του ΑΕΠ της. Για τον Μητσοτάκη και την κυβέρνησή του «αυτή η βροχή χρημάτων αποτελεί ευλογία». Τώρα όμως «το Ευρωκοινοβούλιο καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ελέγξει το κατά πόσο θα μπορούσε να ασκηθεί πίεση προς την Ελλάδα με τον τρόπο που ασκήθηκε στην Πολωνία και την Ουγγαρία λόγω του ελαττωματικού κράτους δικαίου».
Πέραν αυτών «μία ένδειξη για το πόσο άσχημη είναι η κατάσταση της ελευθεροτυπίας στην Ελλάδα μπορεί να βρει κανείς εάν ρίξει μια ματιά στις χθεσινές (Πέμπτη, 8 Φεβρουαρίου) εκδόσεις του ελληνικού Τύπου: η πλειοψηφία των μέσων ενημέρωσης έμεινε σιωπηλή σχετικά με την καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωκοινοβούλιο».
Ενέχουν κινδύνους οι ιδιωτικοποιήσεις;
Οι πωλήσεις της κρατικής περιουσίας από την ελληνική κυβέρνηση απασχολούν για μία ακόμη φορά τα γερμανικά μέσα, με τον Μόριτς Πομπλ, ανταποκριτή στην Αθήνα, να γράφει στην tagesschau.de για τις ιδιωτικοποιήσεις στην Ελλάδα που θα φτάσουν «σε επίπεδα ρεκόρ». Μήπως όμως οι ιδιωτικοποιήσεις ενέχουν και ορισμένους κινδύνους;
«Σε ορισμένες ιδιωτικοποιήσεις η Ελλάδα έχει γίνει πιο προσεκτική – ιδίως στα βόρεια της χώρας», παρατηρεί ο Γερμανός δημοσιογράφος. «Ενώ μέχρι πρότινος τα λιμάνια της Καβάλας και της Αλεξανδρούπολης ήταν επίσης προς πώληση, την τελευταία στιγμή η κυβέρνηση έκανε πίσω. Η εκτίμηση είναι πως αυτές οι τοποθεσίες έχουν μεγάλη γεωπολιτική σημασία: πρώτον ως στρατιωτικές βάσεις λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και δεύτερον ως ενεργειακοί κόμβοι για τα μελλοντικά σχέδια της Ελλάδας να προμηθεύει “πράσινη” ενέργεια στη Βόρεια Ευρώπη.
Η Αθήνα προβληματίστηκε έντονα όταν δέχθηκε πρόταση για το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης από μία κοινοπραξία στην οποία περιλαμβάνεται και ένας Ρώσος επιχειρηματίας με ελληνικές ρίζες, ο οποίος συμμετέχει στην εκμετάλλευση του λιμανιού της Θεσσαλονίκης από το 2017 και θεωρείται έμπιστος του Πούτιν».
Αντίστοιχοι προβληματισμοί εκφράζονται και για το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας, τον Πειραιά, την εκμετάλλευση του οποίου διατηρεί η κινεζική COSCO. «Θεωρείται εκ των υστέρων πως ήταν λάθος η παραχώρηση του Πειραιά σε κινεζικά χέρια;», διερωτάται ο Γερμανός δημοσιογράφος στην tagesschau.de. «Έλληνες πολιτικοί από διαφορετικά μέρη του πολιτικού τόξου εκτιμούν πως η οικονομική επιτυχία του λιμανιού συνηγορεί υπέρ της Κίνας». Πλέον το λιμάνι του Πειραιά «έχει γίνει αποδοτικό και επικερδές και παρουσιάζει ισχυρή ανάπτυξη: πριν την έλευση των Κινέζων ήταν σχετικά ασήμαντο, ενώ τώρα έχει εξελιχθεί στο τέταρτο μεγαλύτερο εμπορευματικό λιμάνι στην Ευρώπη.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει τονίσει επανειλημμένως ότι οι κινεζικές επενδύσεις στον Πειραιά είναι επωφελείς και για τις δύο χώρες, δίχως να θεωρεί πως υπάρχει κάποια εξάρτηση από την Κίνα. Πώς θα έπρεπε να αντιδράσει όμως η κυβέρνηση, εάν για παράδειγμα η Κίνα εισέβαλε στην Ταϊβάν; Κανείς δεν θέλει να φανταστεί αυτό το σενάριο».
Πάντως υπάρχουν και ορισμένοι που εκφράζουν δυσαρέσκεια για τις ιδιωτικοποιήσεις. «Όπως επισημαίνει ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Παύλος Γερουλάνος, η κυβέρνηση θυσιάζει τις προοπτικές των μελλοντικών γενεών, με στόχο να αποκομίσει άμεσα ένα συγκριτικά μικρό όφελος. Κατά τον ίδιο θα ήταν περισσότερο προς το συμφέρον του κράτους να διατηρήσει τα μερίδιά του. Ιδίως τώρα που τα πράγματα βελτιώνονται και πάλι: πέρυσι για παράδειγμα ήρθαν στην Ελλάδα περισσότεροι τουρίστες από ποτέ».
Ουκρανία: Γιατί απομακρύνθηκε ο Ζαλούζνι;
Με τον πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας να μαίνεται, ο πρόεδρος Ζελένσκι αποφάσισε να απομακρύνει τον Βάλερι Ζαλούζνι, ανώτατο διοικητή των ουκρανικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Εδώ και καιρό υπήρχαν αναφορές πωςοι σχέσεις μεταξύ των δύο δεν ήταν και οι καλύτερες δυνατές. Επιπλέον, ο Ζαλούζνι δεν τοποθετούταν συχνά δημοσίως, ορισμένες φορές που το έκανε όμως, «δεν είχε προηγουμένως συνεννοηθεί με το γραφείο του προέδρου», εξηγεί η Frankfurter Allgemeine Zeitung. Σε συνέντευξή του στο Economist, για παράδειγμα, ο Ζαλούζνι παραδέχθηκε πως η ουκρανική αντεπίθεση δεν ήταν επιτυχής. Οι δηλώσεις αυτές προκάλεσαν την αντίδραση του Ζελένσκι, «ο οποίος αρνήθηκε δημοσίως πως ο πόλεμος έχει φτάσει σε αδιέξοδο […] και προειδοποίησε επίσης δημοσίως τον επικεφαλής του στρατού να μην εμπλέκεται στην πολιτική.
Προφανώς εδώ και καιρό ο Ζαλούζνι θεωρούταν ως πιθανός ανταγωνιστής του Ζελένσκι για την προεδρία. Ο λαός εμπιστεύεται τόσο τον πρώην ανώτατο διοικητή των Ενόπλων Δυνάμεων, όσο και τον ίδιο τον στρατό. Σύμφωνα δε με πρόσφατη δημοσκόπηση του Διεθνούς Ινστιτούτου Κοινωνιολογίας του Κιέβου ο Ζαλούζνι απολαμβάνει την εμπιστοσύνη του 88% των πολιτών, ενώ ο πρόεδρος Ζελένσκι του 63%».