Ένας Έλληνας ποιητής στο Γκρόζνι
9 Ιουλίου 2016Τον Απρίλιο εκδόθηκε στην Αθήνα από τις εκδόσεις Υποκείμενο η ποιητική συλλογή «Γκρόζνι». Αλλά ποιός είναι ο Γιάζρα Χάλεντ που υπογράφει αυτά τα ηφαιστειώδη ποιήματα, ευαγγέλια ανατροπής και επανάστασης στους χθαμαλούς καιρούς μας; Στο πέλαγος του διαδικτύου επιπλέει κάπου και η πληροφορία ότι είναι Έλληνας ποιητής τσετσενικής καταγωγής, γεννημένος στο Γκρόζνι. Οι επαΐοντες μας ψιθυρίζουν πως είναι Έλληνας και χρησιμοποιεί αυτό το ψευδώνυμο.
Ο ίδιος γράφει σε ένα ποίημα: «Τ’ όνομά μου ήταν Παναγιώτης (τι σιχασιά!)∙/ θέλησα να ξεπλύνω από πάνω μου/ τη ντροπή του λευκού αρσενικού» Για την ποίηση ωστόσο είναι αμελητέο αν έχουμε να κάνουμε με κάποιον Τσετσένο που ζει στην Αθήνα ή με κάποιον Έλληνα που ζει στο Γκρόζνι. Εκλαμβάνουμε αυτή την απέκδυση του πάλλευκου ανδρισμού σαν ταπείνωση και έσχατη αυταπάρνηση.
Ανατινάζοντας τη γλώσσα
Γιατί ο Γιάζρα Χάλεντ θέλει πρωτίστως να είναι ένας ρακένδυτος μεσσίας που αναδύεται από κάποιο αθηναϊκό φρεάτιο για να διαδώσει τη διδασκαλία του: «Εκείνοι που έχουν πόρτες ας τις ανταλλάξουν με παράθυρα,/ εκείνοι που έχουν δύο χιτώνες ας τους δώσουν και τους δύο,/ εκείνοι που έχουν κασμάδες ας ξηλώσουνε την άσφαλτο,/ εκείνοι που έχουν κλειδιά ας ανοίξουν τα κελιά.» Ο Γιάζρα Χάλεντ είναι ένας λογχοφόρος προφήτης από τα υποβαθμισμένα προάστια που κηρύσσει urbi et orbi την κατακρήμνιση της καθεστηκυίας τάξης: «Δεν έχω πατρίδα∙/ κατοικώ μέσα στις λέξεις, μαυροφορεμένες,/ αιχμάλωτες.»
Και έχει πάρει την απόφαση να ανατινάξει το γλωσσικό σύστημα, που είναι η κατοικία της εξουσίας και το καταφύγιο της αστυνομικής βίας της, όπως έγραφε λίγο πριν από τον Μάιο του 68 ο θεωρητικός της Καταστασιακής Διεθνούς Μουσταφά Χαγιάτι. Σήμερα ο Γιάζρα Χάλεντ εξαπολύει τις γλωσσικές δυνάμεις του στην άλλη πλευρά των πραγμάτων, την πυριφλεγέθουσα: «Δε μου μένει άλλο παρά να ζευτώ την πείνα μου, να παρατάξω στο δρόμο τις λέξεις μου, αυτούς τους μικρούς μπολσεβίκους με τις ακονισμένες λόγχες και τα γούνινα καπέλα, η τάφρος της πατησίων είναι τώρα γεμάτη ρήματα κνήμες βλήματα, οι νοικοκυραίοι κλείνονται στα κάστρα τους, τρώνε κουτόχορτο σάρκες λυσσακά.»
Όταν η ποίηση γίνεται επίθεση
Ποιητής λοιπόν εγεννήθη ημίν και της ειρήνης αυτού ουκ έστιν όριον. Αλλά πρέπει να προηγηθεί η κατάλυση της ψευδεπίγραφης ειρήνης: «Μη λυπηθείτε την ειρήνη∙/ σπάστε την στο ξύλο,/ποδοπατήστε την,/ διαπομπεύστε την,/ πάρτε της τα παιδιά,/ γκρεμίστε τα κρεματόριά της,/ ελευθερώστε τις δούλες της./ Αφήστε άταφους τους νεκρούς της, ξηλώστε της τα ρούχα,/ χακάρετε τους υπολογιστές της,/ πετάξτε την έξω απ’ την ιστορία.»
Κι εμείς, Λωτοφάγοι αποκαρωμένοι από τη μελιστάλακτη στιχοποιία της εποχής μας, νιώθουμε αυτόν τον καταραμένο ποιητή που ξεπήδησε ξαφνικά από κάποιο καπνισμένο λυχνάρι να κεντρίζει με απόηχους του Ευαγγελίου, του Ζαν Ζενέ και του Αρθούρου Ρεμπώ ξεκουρδισμένες χορδές της ψυχής μας. «Μακάρια η γυναίκα που τα χείλη της τα έσκασε το κρύο,/ γιατί αυτή θα μας πει πώς γεννιέται το φιλί./ Μακάριος ο άντρας που δουλεύει στα ναυπηγεία,/ γιατί αυτός θα μας κληροδοτήσει τις θάλασσες,/ γιατί αυτός θα μας πει παραμύθια για τις τρικυμίες./ Μακάρια αυτή που δεν κουβαλάει βαλίτσες, γιατί αυτή θα μας κρατήσει απ’ το χέρι.»
Ο πόθος μιας αλλαγής
Ο Γιάζρα Χάλεντ, ένας ποιητής που εμφανιζόταν μέχρι σήμερα κυρίως στο διαδίκτυο, σε λογοτεχνικές περφόρμανς και φώλιαζε στον κύκλο του λογοτεχνικά απείθαρχου περιοδικού Τεφλόν, δίνει φωνή στους απόκληρους και τους αποσυνάγωγους, στους ανέστιους και πένητες, στα μιάσματα και τα περιτρίμματα. Αναμοχλεύει μέσα μας τον πόθο μιας καθολικής αλλαγής, μας μεταφέρει σε ένα λυτρωτικό σύμπαν απόλυτης κατάφασης της ζωής, ακόμα κι όταν ένα θύμα προλαβαίνει να ανταλλάξει δυο κουβέντες με τον θάνατο: «Μην ανησυχείς, θα μπω και θα βγω, είπε η σφαίρα. Της εξήγησα ότι κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν να το επιτρέψω καθώς κατά την έξοδο θα πάρει μαζί της κάποιες απ’ τις αναμνήσεις μου όπως το πρόσωπο του κοριτσιού που ερωτεύτηκα στην πέμπτη δημοτικού, τη φωνή του ιμάμη την πρώτη φορά που πήγα με τον πατέρα μου για προσευχή, τη μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού στο σπίτι της γιαγιάς, τα δάχτυλα της δασκάλας που μου έμαθε να γράφω τη λέξη الحرب και το γκολ του φαν Μπάστεν στον τελικό του 88.»
Σπύρος Μοσκόβου