Γαλλία-Γερμανία: Μία ιδιαίτερη σχέση
26 Μαΐου 2024Πριν από 24 ολόκληρα χρόνια είχε πραγματοποιηθεί η τελευταία επίσημη επίσκεψη Γάλλου προέδρου στη Γερμανία. Την εποχή εκείνη το Βερολίνο είχε υποδεχθεί τον Ζακ Σιράκ, ο οποίος μάλιστα είχε το προνόμιο να είναι ο πρώτος ξένος ηγέτης που εκφωνεί ομιλία στη νέα Ομοσπονδιακή Βουλή, μετά τη μετακόμιση της γερμανικής πρωτεύουσας από τη Βόννη στο Βερολίνο. Είναι πολλά 24 χρόνια για δύο χώρες που υποτίθεται ότι συνδέονται τόσο στενά.
Από την άλλη πλευρά βέβαια, μία επίσημη επίσκεψη Γάλλου προέδρου δεν εστιάζει τόσο σε ζητήματα υψηλής πολιτικής, όσο στην καλύτερη γνωριμία με τη χώρα και τους ανθρώπους της. Οικοδεσπότης του Εμανουέλ Μακρόν δεν είναι ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς, κατ' εξοχήν αρμόδιος για τη χάραξη πολιτικής, αλλά ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Γερμανίας Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάιερ.
Σύμφωνα με το πρόγραμμα το ζεύγος Μακρόν θα επισκεφθεί το Βερολίνο, καθώς επίσης τη Δρέσδη και το Μύνστερ, όπου ο Γάλλος πρόεδρος θα τιμηθεί με το φετινό Βραβείο Ειρήνης της Βεστφαλίας. Υπενθυμίζεται ότι το 2020 το βραβείο αυτό είχε απονεμηθεί στους πρώην πρωθυπουργούς της Ελλάδας και της Βόρειας Μακεδονίας, Αλέξη Τσίπρα και Ζόραν Ζάεφ, για τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Κρίσιμη προεκλογική συγκυρία
Αρχικά η επίσκεψη είχε προγραμματιστεί για το περασμένο καλοκαίρι, αλλά αναβλήθηκε λόγω ταραχών στη Γαλλία. Αλλά και φέτος το πολιτικό περιβάλλον δεν είναι πολύ πιο ήρεμο για τον Γάλλο πρόεδρο. Επιπλέον, οι δημοσκοπήσεις ενόψει ευρωεκλογών προκαλούν ανησυχία, με το ακροδεξιό κόμμα «Εθνική Συσπείρωση» (Rassemblement National) της Μαρίν Λεπέν να προηγείται και τους Γάλλους να εμφανίζονται «κουρασμένοι» με τα ευρωπαϊκά θέματα. Είναι ίσως ενδεικτικό ότι το μικρότερο ποσοστό αποδοχής για τον θεσμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εμφανίζεται πλέον στη Γαλλία, παρότι το Κοινοβούλιο έχει την έδρα του στο Στρασβούργο και η χώρα θεωρείται- μαζί με τη Γερμανία, ασφαλώς- «ατμομηχανή» της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
«Η Ευρώπη κινδυνεύει να πεθάνει» προειδοποιούσε πρόσφατα ο Εμανουέλ Μακρόν από το βήμα της Σορβόννης, απευθύνοντας έκκληση για ενίσχυση της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Γάλλος πρόεδρος αναπτύσσει το δικό του όραμα για το μέλλον της γηραιάς ηπείρου. Το 2017 ζητούσε να θεσπιστεί το αξίωμα ενός Ευρωπαίου Υπουργού Οικονομικών, αλλά προσέκρουσε σε «τοίχο» από την Άνγκελα Μέρκελ. Ο διάδοχός της, Όλαφ Σολτς, εγκωμιάζει τα «ενδιαφέροντα ερεθίσματα» που προσφέρει η ομιλία του Γάλλου προέδρου, χωρίς όμως και αυτός να παρέχει συγκεκριμένες απαντήσεις.
Για τον Μαρκ Ρίνγκελ, διευθυντή του Γερμανογαλλικού Ινστιτούτου με έδρα το Λούντβιχσμπουργκ, το συγκεκριμένο παράδειγμα είναι ενδεικτικό για τη διαφορά νοοτροπίας μεταξύ των δύο χωρών. «Η αναφορά σε 'οράματα' είναι μία πολύ ιδιαίτερη γαλλική προσέγγιση, η οποία δεν υπάρχει στη Γερμανία. Θυμίζω τη ρήση του (πρώην καγκελάριου) Χέλμουτ Σμιτ που έλεγε ότι 'όποιος έχει οράματα, πρέπει να πάει στον γιατρό'. Αυτή είναι η νηφάλια γερμανική ανάγνωση των πραγμάτων».
Γαλλική «αυτονομία» στο πεδίο της Άμυνας
Στην παρούσα φάση οι δύο χώρες προχωρούν σε διαφορετικές επιλογές, σε μία σειρά θεμάτων: Η Γαλλία κατασκευάζει νέα πυρηνικά εργοστάσια, η Γερμανία αποκηρρύσσει την ατομική ενέργεια. Ο Μακρόν κάνει λόγο για αποστολή χερσαίων δυνάμεων στην Ουκρανία, ο Σολτς αποκλείει κατηγορηματικά αυτό το ενδεχόμενο. Τα σχέδια για ένα κοινό γαλλο-γερμανικό τεθωρακισμένο ή ακόμη και ένα κοινό μαχητικό αεροσκάφος προχωρούν με εξαιρετικά αργό ρυθμό. Για τα νέα εξοπλιστικά προγράμματα ο Μακρόν παρακινεί τους Γερμανούς να εμπιστευθούν την ευρωπαϊκή- και ασφαλώς τη γαλλική- αμυντική βιομηχανία, αλλά εκείνοι δεν θέλουν να σταματήσουν τις αγορές εξοπλισμών από τις ΗΠΑ.
«Η πολιτική Άμυνας ήταν πάντα ένα ακανθώδες ζήτημα μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας» επισημαίνει ο Μαρκ Ρίνγκελ, «διότι οι δύο χώρες είχαν πάντα μία διαφορετική κουλτούρα στο ζήτημα αυτό. Στη Γερμανία έχει εδραιωθεί μία ισχυρή πρόσδεση στο ΝΑΤΟ, ο συντονισμός με το ΝΑΤΟ, ενώ η Γαλλία επιμένει σε μία μεγαλύτερη αυτονομία. Επιπλέον δε, η συνεργασία προσκρούει σε διαφορετικές τεχνικές προδιαγραφές. Υπάρχουν διαφορετικές τεχνολογίες, που δεν είναι εύκολο να συμβαδίσουν».
Οι διαφορετικές προσεγγίσεις έχουν γίνει θέμα και εντός Γερμανίας, με τη χριστιανοδημοκρατική αντιπολίτευση (CDU) να επιρρίπτει ευθύνες στον καγκελάριο Όλαφ Σολτς. Μιλώντας στο Κοινοβούλιο, στις αρχές Μαίου, ο επιεκφαλής των Χριστιανοδημοκρατών Φρίντριχ Μερτς δήλωσε χαρακτηριστικά: «Οι γερμανογαλλικές σχέσεις βρίσκονται στο χειρότερο επίπεδο των τελευταίων δεκαετιών και αυτό δεν είναι καλό, ούτε για τη Γερμανία, ούτε για την Ευρώπη. Θα αποκαταστήσουμε την αξιόπιστη συμμαχία μας με τη Γαλλία και θα αναζητήσουμε μία ευρύτερη, στενή συνεργασία στα πλαίσια του Τριγώνου της Βαϊμάρης και με την Πολωνία. Αυτή είναι η πολιτική των Χριστιανοδημοκρατών…»
Παραμένει η αμοιβαία εμπιστοσύνη
Πράγματι, η «αξιόπιστη συμμαχία» διατηρείται. Όπως υπενθυμίζει ο Μαρκ Ρίνγκελ, πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Infratest «δείχνει ότι τα ποσοστά συγκατάθεσης των Γερμανών σε μία εταιρική σχέση με τη Γαλλία ξεπερνούν το 80%, είναι πολύ υψηλότερα από τα ποσοστά που αφορούν άλλες συμμαχικές χώρες. Αντίστοιχα υψηλό είναι και το ποσοστό στη Γαλλία, που αφορά τη Γερμανία».
Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου