Γκασταρμπάιτερ που έγιναν Γερμανοί - η ιστορία της τουρκικής μετανάστευσης
1 Δεκεμβρίου 2012Οι μετανάστες έχουν αλλάξει τα τελευταία 50 χρόνια, όπως και η ίδια η γερμανική κοινωνία.
Σίγουρα θα υπάρχει πρόβλημα με το μουστάκι, σκεπτόταν ο Ντουρσούν Γκιουζέλ καθώς ταξίδευε για πρώτη φορά από την Κωνσταντινούπολη στο Μόναχο με το τρένο. Εκεί, ανάμεσα στους δύο κόσμους, στους οποίους θα κυλούσε η ζωή του από δω και μπρος, αποφάσισε για πρώτη φορά να ξυρίσει το μουστάκι του. «Ήταν ένα πρώτο βήμα για την ενσωμάτωσή μου στη γερμανική κοινωνία» λέει σήμερα γελώντας ο 68χρονος. Την εποχή εκείνη σκεπτόταν ότι η Γερμανία είναι μία σύγχρονη χώρα, όπου δεν μπορεί κανείς να κυκλοφορεί με μουστάκι. Ήταν 21 Σεπτεμβρίου 1968 όταν μπήκε στο τρένο για το Μόναχο, το ταξίδι κράτησε δύο ολόκληρες μέρες. Οι συνταξιδιώτες του προέρχονταν από όλες τις περιοχές της Τουρκίας, η αφετηρία δεν ήταν κοινή για όλους. Κοινός προορισμός ήταν η ξένη χώρα που τους προσκαλούσε. Η Γερμανία χρειαζόταν εργατικά χέρια, ενώ εκείνοι χρειάζονταν δουλειά.
Διμερής συμφωνία για την προσέλκυση εργατών
Στη δεκαετία του ’50 και του ’60 η γερμανική οικονομία ανθούσε, αλλά της έλειπαν εργατικά χέρια. Το 1955 άρχισαν να έρχονται οι πρώτοι βοηθητικοί εργάτες από την Ιταλία και αργότερα από την Ελλάδα και την Ισπανία. Το αποκαλούμενο «σύμφωνο για την προσέλκυση εργατικού δυναμικού» με την Τουρκία υπεγράφη στις 30 Οκτωβρίου 1961. Είχε μόνο δύο σελίδες- πολύ λιγότερο από τα συμβόλαια που είχαν στα χέρια τους ο Ντουρσούν Γκιουζέλ και οι μυστακοφόροι «γκάσταρμπαϊτερ» φτάνοντας στο Μόναχο.
Ο Ντουρσούν Γκιουζέλ κατάγεται από το Σίβας, μία επαρχία της κεντρικής Ανατολίας, όπου εργαζόταν στους κρατικούς σιδηροδρόμους. Είχε δηλαδή σταθερή και σίγουρη δουλειά, με την οποία έβγαζε περισσότερα χρήματα απ΄όσα θα κέρδιζε στον ιδιωτικό τομέα. Ήταν παντρεμένος με δύο παιδιά και αποφάσισε να φύγει στη Γερμανία μόλις η γυναίκα του έμεινε για τρίτη φορά έγκυος. Εκεί ζούσε ήδη ο αδερφός του από το 1964. Ως βοηθητικός εργάτης κέρδιζε πιο πολλά χρήματα κι όταν περνούσε τις διακοπές του στην πατρίδα, εβδομάδες ολόκληρες κάθε καλοκαίρι, φαινόταν ενθουσιασμένος με τις καλύτερες συνθήκες ζωής και εργασίας στη Γερμανία. Μόλις βρέθηκε λοιπόν μια δουλειά και για τον Ντουρσούν, εκείνος δεν δίστασε. Άλλωστε είχε χρέη σε έναν οικοδομικό συνεταιρισμό και δεν κατάφερνε να εξοφλεί με συνέπεια τις δόσεις του. Το εισόδημά του δεν έφτανε για να αποκτήσει το δικό του σπίτι. Με τη δουλειά του στη Γερμανία ήθελε να εκπληρώσει αυτό το μεγάλο όνειρο για τον ίδιον και την οικογένειά του.
Δεν υπάρχουν δρόμοι από χρυσό
Με το ίδιο όνειρο πήγαιναν στη Γερμανία οι περισσότεροι εργάτες. Σύμφωνα με το Κέντρο Τουρκικών Σπουδών και Ενσωμάτωσης των Μεταναστών στην πόλη Έσσεν, μέχρι να εφαρμοστεί η γενική παύση προσέλκυσης ξένων εργατών το 1973 είχαν φτάσει στη Γερμανία 873.000 Τούρκοι μετανάστες. Οι διατυπώσεις γίνονταν από υπηρεσίες στην Τουρκία, που είχαν συσταθεί ειδικά γι αυτόν τον σκοπό. Για κάθε εργάτη οι Γερμανοί εργοδότες πλήρωναν «τέλη διαμεσολάβησης» στις τουρκικές αρχές, αφού προηγουμένως ο υποψήφιος περνούσε από ιατρικές εξετάσεις στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν μία εξέταση «από την κορφή μέχρι τα νύχια». «Οι γιατροί μας κοιτούσαν στο στόμα, κοιτούσαν ακόμα και τα εσώρουχά μας» θυμάται ο Ντουρσούν Γκιουζέλ. Ο ίδιος έχαιρε άκρας υγείας και τα πρώτα χρόνια εργάστηκε στην οδοποιία στο κρατίδιο της Βάδης-Βυρτεμβέργης, ενώ αργότερα άλλαξε δουλειά πηγαίνοντας σε μία μεγάλη αυτοκινητοβιομηχανία. Έμενε σε εργατική εστία μαζί με συμπατριώτες του. Στην Τουρκία του είχαν πει ότι στη Γερμανία οι δρόμοι είναι φτιαγμένοι από χρυσό, αλλά γρήγορα συνειδητοποίησε την πραγματικότητα. Η δουλειά ήταν πιο δύσκολη από εκείνη στους τουρκικούς σιδηροδρόμους, αλλά ήθελε να κερδίσει γρήγορα τα χρήματα που χρειαζόταν για να αποπληρώσει το σπίτι στο Σίβας. Όταν πήγε για πρώτη φορά διακοπές το 1970, είχε μαζέψει ήδη 8.000 μάρκα. Για να πληρώσει το σπίτι χρειαζόταν όμως το τριπλάσιο ποσό και επιπλέον είχε κι άλλα χρέη να εξοφλήσει.
Οικογενειακή επανένωση
Όπως οι πιο πολλοί από τους πρώτους «γκάσταρμπαϊτερ» ο Ντουρσούν Γκιουζέλ συνειδητοποίησε ότι δεν θα επέστρεφε τόσο γρήγορα. Μετακόμισε στο Βερολίνο και το 1971 έφερε τη γυναίκα του από την Τουρκία. Τα παιδιά παρέμειναν στο Σίβας και μεγάλωναν σε συγγενείς, στους οποίους η οικογένεια Γκιουζέλ έστελνε πολλά χρήματα. Μετά από χρόνια, στη δεκαετία του εβδομήντα, τα παιδιά ζούσαν στη Γερμανία και διηγούνταν πόσο δύσκολη και επώδυνη ήταν γι αυτά η αίσθηση ότι μεγαλώνουν χωρίς γονείς. «Αυτό είναι που με πονάει πολύ, ακόμα και σήμερα» λέει ο Ντουρσούν Γκιουζέλ.
Στα τέλη της δεακετίας του ’70 πολλοί Τούρκοι εργαζόμενοι έφερναν τα παιδιά τους στη Γερμανία. Η άδεια παραμονής και εργασίας «περιορισμένης διάρκειας» που είχαν λάβει φτάνοντας για πρώτη φορά στη Γερμανία, είχε παραταθεί σύμφωνα με το νόμο περί αλλοδαπών που ψηφίστηκε το 1965. Η επανένωση των οικογενειών επιτρεπόταν και μετά την παύση προσέλκυσης ξένων εργατών που επιβλήθηκε το 1973. Εκείνη την εποχή η Τουρκία βρισκόταν για τρίτη φορά στα πρόθυρα πραξικοπήματος. Για να γλυτώσει τα παιδιά του από την πολιτική αστάθεια, όποιος μπορούσε, τα έπαιρνε μαζί του στη Γερμανία.
Ωστόσο η γερμανική πολιτική δεν είχε προετοιμαστεί για όλα αυτά, λέει ο Γιουνούς Ολουσόϋ από το Κέντρο Τουρκικών Σπουδών. Για τα παιδιά των «γκάσταρμπαϊτερ» ιδρύθηκαν ιδιαίτερες σχολικές τάξεις που ονομάζονταν «προπαρασκευαστικά τμήματα». «Έμοιαζε λίγο με το σχολείο στην Ανατολία, όπου ένας δάσκαλος έκανε το ίδιο μάθημα σε όλες τις ηλικίες στα τουρκικά» λέει ο Ολουσόϋ, ερευνητής σε θέματα μετανάστευσης, έχοντας περάσει και ο ίδιος από «προπαρασκευαστικό τμήμα». Λέει ότι αυτές οι τάξεις χρησίμευαν σαν συγκεντρωτικά τμήματα για όλους τους μαθητές, μέχρι να έρθει η ώρα να επιστρέψουν στην Τουρκία. Αλλά οι μετανάστες, που μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80 αποκαλούνταν «γκάσταρμπαϊτερ», δεν σκέφτονταν πλέον την επιστροφή τους στην πατρίδα.
Κίνητρα για την επιστροφή
Με ένα ειδικό «πριμ επιστροφής» η κυβέρνηση Κολ προσπαθούσε να δελεάσει τους αλλοδαπούς να επιστρέψουν. Με αυτόν τον τρόπο πάνω από 300.000 Τούρκοι γύρισαν στην πατρίδα τους την περίοδο 1982-1985, χάνοντας όμως κάθε δικαίωμα επανεισδοχής στη Γερμανία. «Οι δυσκολίες αυτών των ανθρώπων να προσαρμοστούν στην Τουρκία ήταν ένα καλό μάθημα και μία προειδοποίηση για όσους είχαν απομείνει εδώ» λέει ο Ουλουσόϋ. Ήταν η εποχή που οι πρώην «γκάσταρμπαϊτερ» αποχαιρετούσαν μεγάλο όνειρο να μείνουν στη Γερμανία μόνο και μόνο μέχρι να μαζέψουν χρήματα για να πάρουν σπίτι στην πατρίδα τους. Η ζωή τους ήταν πλέον εδώ και όχι στην Τουρκία, τονίζει ο Ουλουσόϋ.
Στη δεκαετία του ’80 ούτε ο Ντουρσούν Γκιουζέλ ήθελε να επιστρέψει, αν και το σκεφτόταν για λίγο μετά την επανένωση της Γερμανίας. Εκείνη την εποχή δεν μπορούσε να εργαστεί λόγω ασθενείας και έκανε περιστασιακές δουλειές που του ανέθετε η υπηρεσία ευρέσεως εργασίας. Επιπλέον του είχαν προκαλέσει φόβο οι ξενοφοβικές και ρατσιστικές επιθέσεις στο Ροστόκ, στο Μέλν, στο Σόλινγκεν και άλλες πόλεις. Τελικά όμως η οικογένεια αποφάσισε να μείνει στο Βερολίνο.
Η απόφαση αυτή της οικογένειας Γκιουζέλ δεν αποτελεί εξαίρεση. Οι «Γερμανοτούρκοι» παρείχαν συνάλλαγμα και αναπτυξιακή βοήθεια στην Τουρκία μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’90. Στη συνέχεια πάντως η τουρκική οικονομία άρχισε να αναπτύσσεται με γρήγορους ρυθμούς, οι Τούρκοι άρχισαν να επενδύουν στη Γερμανία και η μετανάστευση από την Τουρκία σχεδόν σταμάτησε. Βέβαια οι σύζυγοι εξακολουθούν να «εισάγονται» από την Τουρκία. Αλλά ο ερευνητής Γιουνούς Ουλουσόϋ επισημαίνει ότι μετά το 2006 είναι περισσότεροι οι Τούρκοι που μεταναστεύουν από την Τουρκία προς τη Γερμανία, παρά εκείνοι που ακολουθούν την αντίστροφη πορεία. Τα τελευταία πέντε χρόνια 31.000 Τούρκοι που μεγάλωσαν και μορφώθηκαν στη Γερμανία έχουν μεταναστεύσει στη χώρα των γονέων τους, γιατί θεωρούν ότι στην Τουρκία τους περιμένουν καλύτερες επαγγελματικές ευκαιρίες- και αυτό παρότι και η ίδια η Γερμανία αναζητεί εναγωνίως εργαζόμενους υψηλής επαγγελματικής εξειδίκευσης.
Στην καινούρια πατρίδα
Ο Ντουρσούν Γκιουζέλ αποφάσισε να μείνει για έναν συγκεκριμένο λόγο: παρά τις όποιες δυσκολίες, αισθάνεται ελεύθερος σε αυτή τη χώρα. Η πατρίδα του είναι το Βερολίνο, λέει χωρίς να διστάσει ούτε δευτερόλεπτο. Άλλωστε το Σίβας δεν απέχει πλέον παρά λίγες ώρες με το αεροπλάνο. Οι δύο κόρες του και ο γιος του έχουν δικά τους παιδιά. Όλοι τους βλέπουν σαν πατρίδα τους το Βερολίνο, τονίζει ο Ντουρσούν Γκιουζέλ. Χαμογελάει, δείχνει το παχύ, λευκό μουστάκι του και λέει: «Το άφησα πάλι να μεγαλώσει στις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα. Η κόρη μου λέει ότι σαν γνήσιος παππούς πρέπει να έχω και μουστάκι».