Μια Ελλάδα σκοτεινή στη Berlinale
9 Φεβρουαρίου 2014Στα πρώτα πλάνα της ταινίας βλέπουμε ένα γκρίζο ουρανό, αγροτικά τοπία και έναν άδειο σιδηροδρομικό σταθμό. Μετά από χρόνια απουσίας η ηρωίδα, η 30χρονη Αντιγόνη, επιστρέφει ξανά στη γενέτειρα της, μια μικρή επαρχιακή πόλη, για να εγκατασταθεί οριστικά εκεί. Τα πράγματα φαίνεται να πηγαίνουν καλά. Βρίσκει δουλειά ως δασκάλα αγγλικών σε φροντιστήριο, συναντιέται ξανά με φίλους από τα παλιά, ξεκινά ακόμη και μια σχέση με ένα νεότερό της άνδρα. Το εγχείρημα της επιστροφής στην ύπαιθρο φαίνεται να έχει επιτυχία.
Η κρίση διεισδύει παντού
Αυτό είναι και το κεντρικό θέμα της ταινίας “Να κάθεσαι και να κοιτάς”, θέμα που διατρέχει και άλλες ταινίες του παράλληλου προγράμματος Πανόραμα. Ο διευθυντής του Βίλαντ Σπεκ δήλωσε στη Deutsche Welle: “Αυτό που βλέπουμε σε αυτήν την ταινία είναι μια αντίστροφη μέτρηση όσον αφορά το φαινόμενο της αστυφιλίας. Όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε πολλές άλλες περιοχές του κόσμου βλέπουμε ότι πολλοί άνθρωποι φεύγουν από τα αστικά κέντρα για να επιστρέψουν ξανά στην ύπαιθρο νομίζοντας ότι τα πράγματα εκεί θα είναι καλύτερα. Ζώντας όμως εκεί διαπιστώνουν με τον καιρό ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει. Και στην προκειμένη περίπτωση τα πράγματα έχουν αλλάξει προς το χειρότερο.”
Η οικονομική κρίση έχει επιπτώσεις για όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης ύπαρξης: οι κρατικοί θεσμοί βρίσκονται σε αποσύνθεση, η λεκτική και σωματική βία είναι έντονη, ενώ διάχυτα είναι ο ρατσισμός, η ξενοφοβία και ο μισογυνισμός. Όχι ότι αυτά τα φαινόμενα δεν υπήρχαν και πριν, θα πει ο Γιώργος Σερβετάς στη Deutsche Welle, αλλά σιγόβραζαν κατά κάποιο τρόπο “στη μικροαστική θαλπωρή της Ελλάδας της ευημερίας του ΄90 και του 2000. Σήμερα με την κατάρρευση αυτού που λέγεται κοινωνικό συμβόλαιο εκφράζονται και πολιτικά στην ακροδεξιά.”
Η Ελλάδα που παραπαίει προκαλεί σύγχυση
Ο Σερβετάς δεν υποκύπτει στον πειρασμό να προβάλει άμεσα την πολιτική διάσταση του προβλήματος. Απλώς δείχνει μια δυναμική νεαρή γυναίκα να πράττει το αυτονόητο, δηλαδή να επιμένει να ζει τη ζωή της, όπως αυτή το βρίσκει σωστό και να λέει αυτά που σκέφτεται. Αυτή η στάση της Αντιγόνης, την οποία υποδύεται η Μαρίνα Συμεού, είναι η μεγαλύτερη ίσως πρόκληση για το ντόπιο κατεστημένο. Και αυτό αντιδρά: η Αντιγόνη χάνει τη δουλειά της, ο δεσμός της διαλύεται, η ίδια κακοποιείται. Όπως προσπαθεί να εξηγήσει στο κοινό ο Γιώργος Σερβετάς μετά την πρεμιέρα της ταινίας του στην Μπερλινάλε: “Τα κίνητρα της Αντιγόνης είναι βασικά προσωπικά, είναι ανθρώπινα. Μια ευαισθησία απέναντι στον εξευτελισμό του άλλου, μια ευαισθησία σε κάτι που κοινωνικά βαφτίζουμε ως αδικία είναι βαθιά ανθρώπινη και πέρα από την πολιτική.”
Η Ελλάδα που παρουσιάζει ο Σερβετάς προκάλεσε σύγχυση σε αρκετούς γερμανούς θεατές, όπως θα μας πει μια Βερολινέζα μετά το τέλος της προβολής: “Το θέμα είναι συναρπαστικό αλλά δεν με άγγιξαν οι χαρακτήρες. Εντάξει, παρουσιάζεται αυτή η αντίθεση πόλης-υπαίθρου, αλλά δεν την έφερα σε άμεση σχέση με την Ελλάδα.” Μια άλλη πάλι θεατής θα παρατηρήσει ότι η ταινία της ήταν “πολύ σκοτεινή, πολύ βίαια, χωρίς καμία ελπίδα. Θα ευχόμουν να είχε κάποια θετική αναφορά, να έδειχνε πχ. τη θάλασσα, την άμμο, κάτι το ωραίο. Πέρυσι επισκέφτηκα την Ελλάδα ως τουρίστρια, και αυτά που είδα τώρα στην ταινία δεν είχαν υποπέσει τότε στην αντίληψη μου.” Ακόμη και αν η ταινία του Γιώργου Σερβετά δεν κατάφερε να πείσει ορισμένους Γερμανούς, το σίγουρο είναι ότι κλονίζει την ιδεατή εικόνα που έχουν για την Ελλάδα.
Βερολίνο, Παναγιώτης Κουπαράνης
Υπεύθ. Σύνταξης Σπύρος Μοσκόβου