Ο Ερντογάν ως «σωτήρας» των Παλαιστινίων
25 Σεπτεμβρίου 2024Ανταπόκριση από την Κωνσταντινούπολη
Η χθεσινή ημίωρη συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Τούρκο πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν επιβεβαίωσε σε γενικές γραμμές το καλό κλίμα των διμερών σχέσεων και τη στενότερη συνεργασία στο μεταναστευτικό, ενώ συμφωνήθηκε νέα συνάντηση του ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας για τον Ιανουάριο. Ωστόσο η συνάντηση δεν προβλήθηκε ιδιαίτερα από τον σημερινό τουρκικό Τύπο, ούτε και το μέρος της ομιλίας του Ερντογάν χθες στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, που αναφέρθηκε στην αξίωση του Τούρκου προέδρου να αναγνωριστεί επίσημα το ψευδοκράτος, και στον ισχυρισμό του ότι η Τουρκία έχει τη μεγαλύτερη ακτογραμμή στη Μεσόγειο, επομένως έχει ρόλο-κλειδί στην περιοχή.
Ο τουρκικός Τύπος εστιάζει στο πρώτο μέρος του καταιγιστικού λόγου του Τούρκου προέδρου, ο οποίος κάλεσε τα κράτη που δεν αναγνωρίζουν την Παλαιστίνη «να σταθούν στη σωστή πλευρά της Ιστορίας και να αναγνωρίσουν το κράτος της Παλαιστίνης το συντομότερο δυνατόν». Τα σχετικά άρθρα αναπαράγουν το τμήμα της ομιλίας του που χαρακτήρισε τις ενέργειες του Ισραήλ «εθνοκάθαρση» και «γενοκτονία» και κάλεσε να σταματήσει το δίκτυο της σφαγής. Με τίτλους όπως «Το Ισραήλ διαπράττει γενοκτονία μπροστά στον κόσμο και εξαπλώνει τη φωτιά στον Λίβανο», «Η συμμαχία της ανθρωπότητας πρέπει να σταματήσει στο Ισραήλ», «Ας σταματήσουμε τον Νετανιάχου, όπως σταματήσαμε τον Χίτλερ», ο σημερινός τουρκικός Τύπος, κυρίως ο φιλοκυβερνητικός, επικροτεί τη στάση του Τούρκου προέδρου, ενώ η ισλαμιστική Υενί Σαφάκ προχωρά ακόμα ένα βήμα με τον τίτλο «Πρέπει να χρησιμοποιηθεί βία για να σταματήσει το Ισραήλ», για να ακολουθήσει η Μιλιέτ με τίτλο «Τι περιμένετε;».
Η εξάπλωση του πολέμου στον Λίβανο δίνει μια νέα ευκαιρία στον Τούρκο πρόεδρο να προβάλει τη χώρα ως τον προστάτη των αδυνάμων Μουσουλμάνων και ως τη χώρα που προσφέρει τη μεγάλη ανθρωπιστική βοήθεια στην Παλαιστίνη. Αυτό συγκινεί επίσης το ισλαμιστικό ακροατήριο του Τούρκου προέδρου στο εσωτερικό, το οποίο τελευταία δυσανασχετεί από την οικονομική ανέχεια.