Πράσινο φως για τις δίκες της Νυρεμβέργης
8 Αυγούστου 2015Οι δίκες της Νυρεμβέργης σηματοδότησαν την απαρχή μιας νέας εποχής στα πεδία της νομοθεσίας και της διεθνούς συνεργασίας. Βάση της δίκης αποτέλεσε ο Καταστατικός Χάρτης του Διεθνούς Στρατοδικείου, όπου οριζόταν η σύνθεση, η αρμοδιότητα και η διαδικασία του δικαστηρίου. Η συμφωνία του Λονδίνου υπεγράφη από τους Συμμάχους σαν σήμερα πριν από 70 χρόνια, στις 8 Αυγούστου του 1945.
Τόπος διεξαγωγής της δίκης που ξεκίνησε στις 20 Νοεμβρίου του 1945 ορίστηκε η Νυρεμβέργη. Στο εδώλιο κάθισαν 22 ηγετικά στελέχη της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας, τα οποία κατηγορούνταν για εγκλήματα που μέχρι τότε δεν είχαν κανένα προηγούμενο. Οι 22 δεν γνώριζαν τι τους περίμενε στη δίκη.
Ορισμένοι πίστευαν ότι θα εκτελεστούν, άλλοι θεωρούσαν προσβλητικό και μόνον το γεγονός ότι είχαν συλληφθεί. Ανάμεσά τους ένας από τους πρωτεργάτες της ναζιστικής θηριωδίας, ο Χέρμαν Γκέρινγκ, πρώην πρόεδρος του Ράιχσταγκ, επικεφαλής της γερμανικής Λουφτβάφε και πιθανός διάδοχος του Χίτλερ.
Λίγους μήνες νωρίτερα, τον Ιούλιο του 1945, ο Γκέρινγκ είχε παραχωρήσει συνέντευξη τύπου, όπου ρωτήθηκε εάν γνωρίζει ότι βρίσκεται στη λίστα των εγκληματιών πολέμου. Η απάντησή τoυ, αφοπλιστική: «Όχι. Η ερώτηση με εκπλήσσει επειδή δεν μπορώ να φανταστώ γιατί βρίσκομαι σε αυτή τη λίστα». Ο Γκέρινγκ δεν μπορούσε καν να διανοηθεί το μέγεθος της δίκης που θα ακολουθούσε και στην οποία ο ίδιος θα πρωταγωνιστούσε.
Μια ιστορική ευκαιρία
Οι δίκες της Νυρεμβέργης και το Καταστατικό του Λονδίνου είχαν τεράστια σημασία στην εξέλιξη του διεθνούς δικαίου, εξηγεί η Λάουρι Μεκσό, καθηγήτρια Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Ταρτού της Εσθονίας:
«Δεν υπάρχει κάτι σημαντικότερο σε αυτό το πεδίο», λέει σε συνέντευξή της προς την DW. «Άσκησε τεράστια επιρροή στον ορισμό διεθνών εγκλημάτων. Έτσι επινοήθηκε ο όρος ‘εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας’».
Ο Καταστατικός Χάρτης του Διεθνούς Στρατοδικείου ήταν το αποτέλεσμα σκληρών και εν μέρει χαοτικών διαπραγματεύσεων, οι οποίες έλαβαν χώρα στο Λονδίνο μετά τη νίκη των Συμμάχων. Διήρκεσαν συνολικά έξι εβδομάδες. Μπορεί οι Βρετανοί να ήταν οι οικοδεσπότες και να ηγούνταν των διαπραγματεύσεων, εντούτοις δεν υπήρχε καμία αμφιβολία όσον αφορά το ερώτημα ποια από τις τέσσερις δυνάμεις προωθούσε στην πραγματικότητα το όλο ζήτημα. Η δίκη ηγετικών στελεχών του ναζιστικού καθεστώτος ήταν ιδέα των Αμερικανών.
Οι ευρωπαίοι σύμμαχοι έτειναν προς την επιβολή πιο άμεσων και αυστηρότερων ποινών. Ο Στάλιν φέρεται να είχε προτείνει στο περιθώριο της Διάσκεψης της Τεχεράνης το 1943 να συγκεντρωθούν και να εκτελεστούν 50.000 ανώτερα στελέχη των ναζί.
Οι ΗΠΑ, και ειδικώς ο ιδεολόγος δικαστής Ρόμπερτ Τζάκσον, αντιμετώπιζε τη σύσταση ενός δικαστηρίου για τα πιο φρικτά εγκλήματα της εποχής ως μια ιστορική ευκαιρία. «Είναι καιρός να δράσουμε στη βάση της δικαιικής αρχής που λέει ότι η επιθετική πολεμοκαπηλία είναι παράνομη και εγκληματική», είχε γράψει ο Τζάκσον σε έκθεση προς τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν.
Common Law εναντίον Civil Law
Στη συνέχεια όμως ο Τζάκσον βρέθηκε αντιμέτωπος με μια σειρά σοβαρών νομικών ζητημάτων. Το σημαντικότερο ήταν ότι ενώ στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο ισχύει το λεγόμενο Common Law, που στηρίζεται περισσότερο στη νομολογία, στη Ρωσία και τη Γαλλία καθώς και στο μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ευρώπης ισχύει το λεγόμενο Civil Law, δηλαδή οι κώδικες ποινικής δικονομίας. Θα έπρεπε, για παράδειγμα, οι δικαστές να έχουν το δικαίωμα να παρεμβαίνουν και να καθοδηγούν τη διαδικασία όπως προβλέπεται στη βάση του Civil Law ή θα έπρεπε να αποφασίζουν οι δικηγόροι των δυο πλευρών για τη διαδικασία, ανακρίνοντας κατηγορούμενους και μάρτυρες όπως στο Common Law;
Μπορεί τα ερωτήματα αυτά να ακούγονται αμελητέα σε σχέση με τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει οι κατηγορούμενοι, εντούτοις καταδεικνύουν πόσο μεγάλη ήταν η δυσπιστία μεταξύ των δυο πλευρών και η οποία ήταν ουσιαστικά ο προάγγελος της παράνοιας του Ψυχρού Πολέμου. Μπορεί να προέκυψαν πολλά προβλήματα, εντούτοις, όπως σχολιάζει η Λάουρι Μεκσό, «όπου υπάρχει βούληση, υπάρχει και ο δρόμος. Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο το ότι δυο νομικές παραδόσεις κατάφεραν να βρουν κοινό παρονομαστή, παρότι υπήρχε τόσο σαφής διάσταση απόψεων».
Στο τέλος των διαπραγματεύσεων του Λονδίνου ορίστηκαν οι τέσσερεις κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπισαν οι 22: εγκλήματα κατά της ειρήνης, κοινό σχέδιο ή συνωμοσία, εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Εκ πρώτης όψεως καλύπτονταν όλα τα σημεία του κατηγορητηρίου. Εντούτοις ο Τζάκσον επέμενε στο να συμπεριληφθούν δυο σημεία-κλειδιά κατά τον ίδιο: ήθελε να οριστεί ο πόλεμος γενικότερα ως έγκλημα και να ισχύσουν μελλοντικά τα θεμέλια που θα έθετε η Νυρεμβέργη, για όλες τις πλευρές. Το όνειρό του όμως δεν εκπληρώθηκε. Η Νυρεμβέργη εκπλήρωσε απλώς το ρόλο στρατοδικείου, το οποίο είχε συσταθεί ειδικώς για να φέρει ενώπιον της δικαιοσύνης το ναζιστικό καθεστώς.
Ισχύει το δίκαιο αυτό και για τις ισχυρές δυνάμεις;
Όπως και σήμερα, έτσι και τότε, το διεθνές ποινικό δίκαιο δεν ήταν απαλλαγμένο από την πολιτική. Στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης δεν ενσωματώθηκαν μόνον οι βασικές αρχές του Καταστατικού του Λονδίνου, αλλά και τα λάθη που έγιναν τότε.
«Ένα από τα βασικά σημεία κριτικής στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης είναι ότι δεν πρόκειται να ασχοληθεί στην πραγματικότητα ποτέ με αμερικανικά ή ρωσικά εγκλήματα πολέμου λόγω της θέσης που έχουν οι δυο χώρες στο ΣΑ του ΟΗΕ αλλά και στη διεθνή σκακιέρα», λέει η Μεκσό, και προσθέτει: «Το πρόβλημα παραμένει: ισχύει το δίκαιο αυτό και για τις ισχυρές δυνάμεις; Πρακτικά όχι».
Παρά ταύτα το Καταστατικό του Λονδίνου και οι δίκες της Νυρεμβέργης έχουν εξέχουσα σημασία», λέει ο γερμανός ιστορικός Ίνγκο Μέλερ: «Το μήνυμα της Νυρεμβέργης ήταν ότι το διεθνές δίκαιο μπορεί να επιβληθεί. Φυσικά και η αδυναμία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου της Χάγης είναι ότι οι πραγματικά ισχυροί -ΗΠΑ, Κίνα- δεν το αναγνωρίζουν. Πιστεύω όμως ότι παρόλα αυτά επηρεάζει τη διεθνή αντίληψή μας».
Κάρλα Μπλάικερ / Κώστας Συμεωνίδης