Η Αθήνα «με το βλέμμα του κατακτητή»
8 Απριλίου 20216 Απριλίου 1941. Τα ναζιστικά στρατεύματα εισβάλλουν στην Ελλάδα μέσω Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας μετά από αντίσταση του ελληνικού στρατού στα οχυρά των συνόρων. Στη συνέχεια προελαύνουν στην ηπειρωτική Ελλάδα. Στις 27 Απριλίου φτάνουν στην Αθήνα που παραδίδεται πια στους κατακτητές. Έκτοτε ξεκινά το ζοφερό κεφάλαιο της ναζιστικής κατοχής στην Ελλάδα: πείνα, κακουχίες, βασανιστήρια, διώξεις, εκτελέσεις, καταστροφές, λεηλασίες και βέβαια εκτοπισμοί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μέχρι σήμερα η ιστορική έρευνα για την περίοδο αυτή παραμένει ανοιχτή και κάθε τόσο έρχονται στο φως νέες πτυχές.
Στο ευρύτερο πλαίσιο της μελέτης της ναζιστικής κατοχής στην Ελλάδα εντάσσεται και η ιδιαίτερη από πολλές απόψεις φωτογραφική συλλογή του Θεσσαλονικιού συλλέκτη Βύρωνα Μήτου. Η συλλογή των περίπου 3000 φωτογραφιών Γερμανών στρατιωτών από την περίοδο της κατοχής ανά την Ελλάδα παρουσιάστηκε τα τελευταία χρόνια σε δύο εκθέσεις στη Θεσσαλονίκη (Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, 2016) και την Αθήνα (Φετιχιέ Τζαμί, 2018/2019) και αποτέλεσε αντικείμενο δύο ερευνητικών συνεδρίων, όπως ανέφεραν δύο εκ των επιμελητών της έκθεσης στην Αθήνα, η Ηρώ Κατσαρίδου και η Άνη Κοντογιώργη. Με αφορμή την επέτειο των 80 χρόνων από τη ναζιστική εισβολή, αξίζει να ρίξει ξανά κανείς μια ματιά στο πλούσιο υλικό της συλλογής Μήτου, ένα πολύ μικρό μέρος της οποίας, που εστιάζει στην Αθήνα, παρουσιάζει σήμερα και η DW σε φωτορεπορτάζ.
Μια μοναδική φωτογραφική συλλογή
Για την ιστορία της συλλογής Μήτου ή μάλλον για όσα είναι μέχρι σήμερα γνωστά η ιστορικός τέχνης και μουσειολόγος Ηρώ Κατσαρίδου αναφέρει: «Ο ίδιος ο συλλέκτης είχε προσεγγίσει το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού. Είχε αποκτήσει τις φωτογραφίες τη δεκαετία του ’80 κάπου στη Δυτική Γερμανία από την κόρη ενός Γερμανού στρατιώτη της Βέρμαχτ που είχε βρεθεί στα Βαλκάνια. Ήταν η πρώτη φορά που είχαμε δει μια τέτοια συλλογή, δεν είχε γίνει στο παρελθόν κάποια αντίστοιχη έκθεση στην Ελλάδα. Το θέμα ήταν δύσκολο και αμφιλεγόμενο». Μακρά εμπειρία στην έρευνα πάνω σε αντίστοιχες φωτογραφικές συλλογές διαθέτει ο Γερμανός καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας του Ντιζάιν Ρολφ Ζάξε, ο οποίος έχει μελετήσει σε βάθος τη λειτουργία της φωτογραφίας στο Γ’ Ράιχ καθώς και τους ναζιστικούς μηχανισμούς προπαγάνδας μέσω της φωτογραφίας. Ο ίδιος εξηγεί ότι «μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν σύνηθες παιδιά βετεράνων του ναζιστικού στρατού να βρίσκουν φωτογραφικά άλμπουμ των γονιών τους με αντίστοιχο περιεχόμενο. Μετά τον πόλεμο μάλιστα δημιουργήθηκαν στη Γερμανία πολλοί σύλλογοι, τα μέλη των οποίων συνέλεγαν και αντάλλασσαν φωτογραφίες. Δεν αποκλείεται και η κόρη του Γερμανού στρατιώτη που έδωσε στον Μήτο την εντυπωσιακή αυτή συλλογή να είχε τέτοιες επαφές».
Μια «τουριστική παρουσίαση» της κατοχικής Αθήνας
Οι φωτογραφίες της συλλογής Μήτου προκαλούν έκπληξη με την πρώτη ματιά. «Χωρίς επαρκή επεξήγηση για το κοινό, θα μπορούσε να δημιουργηθεί η λανθασμένη εντύπωση ότι η κατοχή δεν ήταν τόσο φριχτή τελικά. Οι Γερμανοί στρατιώτες φαίνονται χαρούμενοι, φωτογραφίζουν δρόμους, γειτονιές, επισκέπτονται μνημεία της Αθήνας. Πρόκειται για μια τουριστική παρουσίαση της Αθήνας της κατοχής» παρατηρεί η ιστορικός τέχνης και θεατρολόγος Άνη Κοντογιώργη. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, υπάρχουν μόνο «υπόνοιες κατοχής», κάποια μηνύματα για παράδειγμα σε δρόμους για κατασχέσεις κτηρίων. Αλλά σε γενικές γραμμές οι φωτογραφίες φαίνονται ειδυλλιακές, ειρηνικές, λουσμένες στο αθηναϊκό φως. «Κι έπειτα γνωρίζεις την πραγματικότητα πέρα από τη συλλογή. Από μόνες τους οι φωτογραφίες δεν δίνουν όλη την εικόνα, πρέπει να ειπωθεί όλη η ιστορία», λέει χαρακτηριστικά η Άνη Κοντογιώργη. «Οι φωτογραφίες δεν είναι απλώς αντικείμενα δύο διαστάσεων, μέσα τους κουβαλούν πολλές, διαφορετικές ζωές. Πρέπει να λάβουμε υπόψη την κάθε λεπτομέρεια σε αυτό που βλέπουμε στο μπροστινό αλλά και στο πίσω μέρος μιας φωτογραφίας» συμπληρώνει η Ηρώ Κατσαρίδου.
Ένας εσωτερικευμένος μηχανισμός προπαγάνδας
Όμως αυτή η απεικόνιση της πραγματικότητας από τους ναζί, «το βλέμμα του κατακτητή», όπως ήταν και τίτλος της έκθεσης στην Αθήνα, δεν ήταν τυχαία. Ήταν το αποτέλεσμα μια πολύπλοκης και συχνά εσωτερικευμένης προπαγάνδας που ασκούσε σε κάθε έκφανση της ζωής το ναζιστικό καθεστώς. «Ο βασικότερος στόχος της ναζιστικής προπαγάνδας ήταν να βγάζει κάθε στρατιώτης τις δικές του προπαγανδιστικές φωτογραφίες. Αυτή ήταν η πιο αποτελεσματική μορφή προπαγάνδας» παρατηρεί ο Ρολφ Ζάξε. Η ναζιστική προπαγάνδα λειτουργούσε βέβαια σε πολλά επίπεδα και ακόμη κι αν κάποιο φωτογραφικό κλικ ξέφευγε, δεν θα γλίτωνε από την προπαγανδιστική επεξεργασία των φιλμ στα φωτογραφεία. «Όπως και στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι Γερμανοί καταλάμβαναν μια πόλη οι πρώτες κατασχέσεις ήταν αυτές των φωτογραφείων και εκτυπωτηρίων. Ήταν μια τυπική πρωσική πρακτική από τον 19ο αιώνα», αναφέρει ο Ρολφ Ζάξε.
Από την συλλογή του Βύρωνα Μήτου απουσιάζουν έτσι φωτογραφίες που αποτυπώνουν εγκλήματα πολέμου ή όποιες ζοφερές πτυχές της κατοχής και του πολέμου. Ωστόσο η δύναμη της πραγματικότητας συχνά διαπερνά, έστω και μέσα από πολλά φίλτρα, τον φακό. Παιδιά αποσκελετωμένα με κουρέλια δεν παίζουν στην άκρη του δρόμου αλλά κοιμούνται εξαντλημένα από την πείνα. Τα τραμ φαίνονται ασφυκτικά γεμάτα όχι γιατί ήταν πάντα έτσι, αλλά λόγω των περιορισμένων δρομολογίων και των διακοπών ρεύματος. «Οι φωτογραφίες αυτές είναι αποτέλεσμα της κατοχής» λέει ο Ρολφ Ζάξε.
Κομμάτι της ελληνικής ιστορίας;
Αλλά μπορούν τελικά οι φωτογραφίες της συλλογής Μήτου, αμφιλεγόμενες, αμφίσημες, ενίοτε προκλητικές να θεωρηθούν τελικά κομμάτι της ελληνικής ιστορίας; «Γιατί όχι;» απαντά η Άνη Κοντογιώργη: «Πρόκειται για μια πτυχή της ελληνικής ιστορίας ειπωμένης αλλιώς». Μάλιστα όπως επισημαίνει η Ηρώ Κατσαρίδου, μετά την πρώτη έκθεση στη Θεσσαλονίκη, προσέγγισαν τους επιμελητές κι άλλοι συλλέκτες με αντίστοιχο υλικό, που θα είχε ενδιαφέρον να μελετηθεί, προσθέτοντας ίσως νέες ψηφίδες στην μελέτη της κατοχικής Ελλάδας. «Χρειάστηκε χρόνος για να γίνει κατανοητό ότι και οι φωτογραφίες αποτελούν ιστορικές πηγές. Δύσκολες ιστορικές πηγές γιατί χρήζουν ερμηνείας. Με τις εκθέσεις, τα βιβλία, τα συνέδρια, την κριτική που προκαλούν οι συγκεκριμένες φωτογραφίες έχουν γίνει ήδη κομμάτι της ιστορίας», παρατηρεί κλείνοντας ο Ρολφ Ζάξε. Ανοιχτό παραμένει ακόμη το κεφάλαιο της Κρήτης, το οποίο όπως σημειώνουν οι επιμελήτριες θα είχε επίσης μεγάλο ενδιαφέρον να μελετηθεί περαιτέρω. Αξίζει τέλος να αναφερθεί η συνεργασία με το γερμανικό υπ. Εξωτερικών και συγκεκριμένα με το Γερμανικό Προξενείο για την έκθεση της Θεσσαλονίκης αλλά και με τη Γερμανική Πρεσβεία για το συνέδριο και την έκδοση της Αθήνας. Το σύνολο της χρηματοδότησης για όλες τις παραπάνω δράσεις προήλθε από τους πόρους του Ελληνογερμανικού Ταμείου για το Μέλλον.
Δήμητρα Κυρανούδη